- ρεπλίκα
- η, Ν1. αντίγραφο έργου τέχνης φιλοτεχνημένο από τον ίδιο τον καλλιτέχνη τού πρωτοτύπου ή υπό την εποπτεία του2. ακριβές αντίγραφο, πανομοιότυπο τού πρωτοτύπου, κόπια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. replica < λατ. replico «αναπλάσσω»].
Dictionary of Greek. 2013.