ρεπλίκα

ρεπλίκα
η, Ν
1. αντίγραφο έργου τέχνης φιλοτεχνημένο από τον ίδιο τον καλλιτέχνη τού πρωτοτύπου ή υπό την εποπτεία του
2. ακριβές αντίγραφο, πανομοιότυπο τού πρωτοτύπου, κόπια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. replica < λατ. replico «αναπλάσσω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”